ορθοτομώ

ορθοτομώ
(ΑΜ ὀρθοτομῶ, -έω) [ορθοτόμος (Ι)]
1. τέμνω σε ευθεία γραμμή, ευθυγραμμίζω τέμνοντας
2. μτφ. δίνω την ορθή κατεύθυνση, ερμηνεύω ή διδάσκω κάτι σωστά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευθυτομώ — εὐθυτομῶ, έω (ΑΜ) [ευθύτομος] μσν. ορθοτομώ, χαράζω τον ορθό δρόμο στην πίστη αρχ. κάνω ευθεία τομή σε εγχείρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”